παντοκράτειρα

παντοκράτειρα
παντοκράτειρα
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παντοκράτειρα — ἡ, Α βλ. παντοκράτορας …   Dictionary of Greek

  • παγκράτεια — παγκράτεια, ἡ (Μ) [παγκρατής] η παντοκράτειρα, ή κατ άλλους η παντοδυναμία …   Dictionary of Greek

  • παντοκράτορας — I Όνομα δύο ακρωτηρίων του ελληνικού χώρου. 1. Ακρωτήριο στην ανατολική πλευρά του Αγίου Όρους, δέκα μίλια ΒΔ από το μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας. 2. Ακρωτήριο στο Ιόνιο πέλαγος, στο νότιο άκρο της χερσονήσου της Νικόπολης, στα αριστερά εκείνου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”